- αντιπαιδαγωγικός
- -ή, -όαυτός που γίνεται αντίθετα με τους κανόνες της παιδαγωγικής: Ο τρόπος που διδάσκει είναι αντιπαιδαγωγικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιπαιδαγωγικός — ή, ό ασύμφωνος ή αντίθετος προς τα διδάγματα της παιδαγωγικής επιστήμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + παιδαγωγικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ιωάννη Αργυριάδη] … Dictionary of Greek
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek